- φρανκενία
- και φραγκενία, η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φρανκενίδες τής τάξης ταμαρικώδη, και περιλαμβάνει 25 περίπου είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. frankenia, από το όν. τού Σουηδού καθηγητή τής ανατομίας και τής βοτανικής Johan Franken].
Dictionary of Greek. 2013.